ξεκαλοκαίριασμα

ξεκαλοκαίριασμα
το [ξεκαλοκαριάζω]
διαμονή σε έναν τόπο κατά τους μήνες τού καλοκαιριού, παραθερισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεκαλοκαίριασμα — το, ατος παραθερισμός, τέλος καλοκαιριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκαλοκαιριό — το ξεκαλοκαίριασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεκαλοκαιρεύω + κατάλ. ιό (πρβλ. νοικοκυρεύομαι: νοικοκυριό)] …   Dictionary of Greek

  • παραθέριση — η η παραμονή στην εξοχή κατά το καλοκαίρι, παραθερισμός, ξεκαλοκαίριασμα: Η παραθέριση στο βουνό ωφελεί τα καχεκτικά παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”